ανέβγαλτος

ανέβγαλτος
-η, -ο [βγάλλω]
άβγαλτος στον κόσμο, άμαθος, άπειρος, αθώος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανέβγαλτος — η, ο ο άβγαλτος: Το παιδί, ανέβγαλτο καθώς ήταν, παρασύρθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για …   Dictionary of Greek

  • ανε- — στερ. πολλές φορές το α στερ. παρουσιάζεται και με τύπο ανε , όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Έτσι, όταν υπάρχουν και οι κανονικοί, από α στερ. τύποι, σχηματίζονται συχνά ζεύγη συνων. παραλλήλων, όπως άβαθος ανέβαθος, άβγαλτος… …   Dictionary of Greek

  • άβγαλτος — άβγαλτος, η, ο και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που ακόμη δεν έχει βγει, αποσταχθεί: Είχαν άβγαλτο το μούστο. 2. που δεν έχει ανατείλει: Ο ήλιος ήταν ακόμη άβγαλτος. 3. αθώος, απονήρευτος: Άβγαλτο καθώς ήταν το παιδί, εύκολα παρασύρθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”